- σακίον
- τὸ, Α(αττ. τ.) βλ. σακκίον.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σακίον — σακκίον small bag neut nom/voc/acc sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σακί — το / σακκίον, ΝΑ, και αττ. τ. σακίον Α [σάκ(κ)ος] (με υποκορ. σημ.) μικρός σάκος νεοελλ. 1. (χωρίς υποκοριστική σημ.) σάκος που χρησιμοποιείται για την τοποθέτηση, φύλαξη ή μεταφορά διάφορων χύμα αντικειμένων, τσουβάλι 2. (κατ επέκτ.) το… … Dictionary of Greek
σακκίον — και αττ. τ. σακίον, τὸ Α βλ. σακί … Dictionary of Greek